- φιλόπαππος
- ὁ, Ααυτός που αγαπά τον παππού του.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + πάππος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόπαππος — loving one s grandfather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλόπαππος, Γάιος Ιούλιος Αντίοχος — Συριακής καταγωγής, εγγονός του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. Μεταξύ 75 – 76 και 87 – 88 μ.Χ., υπήρξε αγωνοθέτης στην Αθήνα και Αθηναίος πολίτης. Από αυτόν πήρε το όνομά του ο λόφος των Μουσών που βρίσκεται απέναντι … Dictionary of Greek
φιλοπάππου — φιλόπαππος loving one s grandfather masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαππε — φιλόπαππος loving one s grandfather masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόπαππον — φιλόπαππος loving one s grandfather masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Philopappos Monument — General view of the Philopappos Monument on top of Mouseion Hill … Wikipedia
ολόπαππος — ὁλόπαππος, ὁ (Α) (αμφβλ. λ. σε επιγραφή στην οποία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού ον. Φιλόπαππος) ο εξ ολοκλήρου παππούς, ο πλήρης παππούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πάππος] … Dictionary of Greek